Προκρίνομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: προκρίνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verkiezen, de voorkeur geven, prefereren, voorkeur, de voorkeur
Προκρίνομαι στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προκρίνομαι

προκρίνομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προκρίνομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • προκηρύσσω στα ολλανδικά - uitvaardigen, proclameren, afkondigen, verkondigen, uitroepen, te verkondigen
  • προκοίλι στα ολλανδικά - prokoili
  • προκυμαία στα ολλανδικά - waterkant, waterfront, water, waterkant van, het water
  • προκόβω στα ολλανδικά - bloeien, gedijen, bloei, floreren, bloeit
Τυχαίες λέξεις
Προκρίνομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verkiezen, de voorkeur geven, prefereren, voorkeur, de voorkeur