Προμηθεύομαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: προμηθεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
behalen, verwerven, verkrijgen, promithefomai
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προμηθεύομαι
προμηθεύομαι συνώνυμα, προμηθεύομαι στα αγγλικά, προμηθεύομαι αγγλικά, προμηθεύομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προμηθεύομαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- προμαχώνας στα ολλανδικά - omwalling, wal, bolwerk, bastion, bastion van, het Bastion
- προμηθευτής στα ολλανδικά - leverancier, met leverancier, leveranciers, van leveranciers, leverancier van
- προμηθεύω στα ολλανδικά - verstrekken, spekken, afleveren, bestellen, leveren, verschaffen, bevoorraden, ...
- προνοητικός στα ολλανδικά - verziend, vooruitziende, vooruitziende blik, verziende, vooruitziend
Τυχαίες λέξεις
Προμηθεύομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: behalen, verwerven, verkrijgen, promithefomai
Μεταφράσεις: behalen, verwerven, verkrijgen, promithefomai