Ρητά στα ολλανδικά

Μετάφραση: ρητά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitdrukkelijk, expliciet, nadrukkelijk, duidelijk
Ρητά στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρητά

ρητά για την ζωή, ρητά για την ευτυχία, ρητά για την τέχνη, ρητά αγάπης, ρητά για τις γυναίκες, ρητά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ρητά στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ρεύμα στα ολλανδικά - kreek, tegenwoordig, beek, stroom, actueel, loop, huidig, ...
  • ρημάζω στα ολλανδικά - verwoesten, teisteren, ravage, te verwoesten, geteisterd
  • ρητό στα ολλανδικά - gezegde, het zeggen, zeggen, zeggende, te zeggen
  • ρητός στα ολλανδικά - uitdrukkelijk, duidelijk, expliciete, expliciet, uitdrukkelijke
Τυχαίες λέξεις
Ρητά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: uitdrukkelijk, expliciet, nadrukkelijk, duidelijk