Ρύζι στα ολλανδικά

Μετάφραση: ρύζι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rijst, rijst van, van rijst, rijst-
Ρύζι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρύζι

ρύζι με γαρίδες, ρύζι πιλάφι, ρύζι για γεμιστά, ρύζι με θαλασσινά, ρύζι με λαχανικά, ρύζι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ρύζι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ρόμπα στα ολλανδικά - toga, japon, jurk, gewaad, mantel, robe, kleed, ...
  • ρόπαλο στα ολλανδικά - vereniging, gemeenschap, club, maatschappij, genootschap, samenleving, sociëteit, ...
  • ρύθμιση στα ολλανδικά - bewerking, verordening, inrichting, verandering, afstelling, wijziging, adaptatie, ...
  • ρύπανση στα ολλανδικά - vervuiling, pollutie, verontreiniging, van verontreiniging, de verontreiniging, de vervuiling
Τυχαίες λέξεις
Ρύζι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rijst, rijst van, van rijst, rijst-