Ρύζι στα ουκρανικά
Μετάφραση: ρύζι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пухлий, пухкий, рис, мал
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρύζι
ρύζι με γαρίδες, ρύζι πιλάφι, ρύζι για γεμιστά, ρύζι με θαλασσινά, ρύζι με λαχανικά, ρύζι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ρύζι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ρόμπα στα ουκρανικά - грабування, халат, халати
- ρόπαλο στα ουκρανικά - клуб, кажан, самостійно, темп, приклад, моргати, біта, ...
- ρύθμιση στα ουκρανικά - впорядковувати, настанова, установка, врегулювати, пристосування, розміряти, регулювати, ...
- ρύπανση στα ουκρανικά - забруднення, забрудненню
Τυχαίες λέξεις
Ρύζι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: пухлий, пухкий, рис, мал
Μεταφράσεις: пухлий, пухкий, рис, мал