Σαχλός στα ολλανδικά

Μετάφραση: σαχλός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
flauw, sentimenteel, mawkish, walgelijk soort, onsmakelijke, walgelijkste
Σαχλός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαχλός

σαχλός ετυμολογία, σαχλός ξυλεία, timbersa σαχλός, σαχλός συνώνυμα, σαχλός σημασία, σαχλός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σαχλός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σαφώς στα ολλανδικά - duidelijk, duidelijke, duidelijk te, goed, helder
  • σαχλαμάρα στα ολλανδικά - kleinigheid, bagatel, trifle, onbenulligheid, bijzaak
  • σβάρνα στα ολλανδικά - eggen, eg, aangedreven grondwerktuig, grondwerktuig, aftakas aangedreven grondwerktuig, Door aftakas aangedreven grondwerktuig
  • σβέλτα στα ολλανδικά - nattily
Τυχαίες λέξεις
Σαχλός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: flauw, sentimenteel, mawkish, walgelijk soort, onsmakelijke, walgelijkste