Σεμνότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: σεμνότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
discretie, zedigheid, bescheidenheid, ingetogenheid, bescheiden
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σεμνότητα
σεμνότητα συνώνυμα, σεμνότητα ορισμός, σεμνότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σεμνότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σεμνοπρεπής στα ολλανδικά - plechtig, ernstig, stemmig, serieus, plechtstatig, statig, semnoprepis
- σεμνός στα ολλανδικά - luttel, klein, bedeesd, eerbaar, ingetogen, teruggetrokken, discreet, ...
- σεμνότυφος στα ολλανδικά - bedeesd, preuts, prude, preutse, preutse man
- σενάριο στα ολλανδικά - draaiboek, scenario, schrift, script
Τυχαίες λέξεις
Σεμνότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: discretie, zedigheid, bescheidenheid, ingetogenheid, bescheiden
Μεταφράσεις: discretie, zedigheid, bescheidenheid, ingetogenheid, bescheiden