Σκυτάλη στα ολλανδικά

Μετάφραση: σκυτάλη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stok, staf, wapenstok, dirigeerstok, stokje, baton
Σκυτάλη στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκυτάλη

σπαρτιατική σκυτάλη, σκυτάλη κυριάκου στυλιανού, σκυτάλη ετυμολογία, σκυτάλη θήβα, σκυτάλη κυριάκος στυλιανού, σκυτάλη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκυτάλη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σκυλίσιος στα ολλανδικά - hoektand, honds, honden, hond, canine
  • σκυρόδεμα στα ολλανδικά - concreet, beton, betonnen, van beton
  • σκυταλοδρομία στα ολλανδικά - estafette, estafetteloop, relaisras, estafettewedstrijd, estafetterace
  • σκωρία στα ολλανδικά - slak, slakken, slag, van slakken
Τυχαίες λέξεις
Σκυτάλη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: stok, staf, wapenstok, dirigeerstok, stokje, baton