Σπιρουνίζω στα ολλανδικά
Μετάφραση: σπιρουνίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
prikkelen, spirounizo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σπιρουνίζω
σπιρουνίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σπιρουνίζω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σπιλώνω στα ολλανδικά - besmeurd, bezoedeld, besmeurde, bezoedelde, bezoedelen
- σπινθηροβόλος στα ολλανδικά - wip, tel, tijdstip, moment, ogenblik, oogwenk, sprankelende, ...
- σπιρούνι στα ολλανδικά - prikkelen, uitloper, aansporing, tackle, een tackle, spoor
- σπιρτόζος στα ολλανδικά - geestig, snedig, gevat, geestige, grappige
Τυχαίες λέξεις
Σπιρουνίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: prikkelen, spirounizo
Μεταφράσεις: prikkelen, spirounizo