Στοιχειώνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: στοιχειώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spoken, Haunt, achtervolgen, trefpunt, Achtervolg
Στοιχειώνω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στοιχειώνω

στοιχειώνω συνώνυμο, στοιχειώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, στοιχειώνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • στοιχείο στα ολλανδικά - bestanddeel, beginsel, element, onderdeel, elementen
  • στοιχειώδης στα ολλανδικά - elementair, eenvoudig, aalwaardig, enkelvoudig, simpel, elementaire, lagere, ...
  • στοιχηματίζω στα ολλανδικά - wedden, weddenschap, inzet, bet, gok
  • στολή στα ολλανδικά - tenue, uniform, uniforme, eenvormige, eenvormig, gelijkmatige
Τυχαίες λέξεις
Στοιχειώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: spoken, Haunt, achtervolgen, trefpunt, Achtervolg