Στοργικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: στοργικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanhalig, liefhebbend, teder, toegenegen, hartelijk, aanhankelijk
Στοργικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στοργικός

στοργικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, στοργικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • στομάχι στα ολλανδικά - achterlijf, onderbuik, onderlijf, maag, buik, de maag, maag-
  • στοργή στα ολλανδικά - affect, aandoening, emotie, gemoedsbeweging, genegenheid, affectie, liefde
  • στουπί στα ολλανδικά - overvloed, trekken, slepen, sleeptouw, sleep, tow
  • στουρνάρι στα ολλανδικά - vuursteen, Flint, vuurstenen, silex, harde glazige
Τυχαίες λέξεις
Στοργικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aanhalig, liefhebbend, teder, toegenegen, hartelijk, aanhankelijk