Συμβουλεύομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: συμβουλεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
consulteren, raadplegen, overleggen, te raadplegen, overleg
Συμβουλεύομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμβουλεύομαι

συμβουλεύομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συμβουλεύομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συμβουλή στα ολλανδικά - raadgeving, advies, raad, adviezen, advies in, advice
  • συμβουλευτικός στα ολλανδικά - adviserend, raadgevend, adviserende, raadgevende, adviesdiensten
  • συμβουλεύω στα ολλανδικά - verdediger, raad, opperen, bekendmaken, voorspreker, suggereren, raadgeving, ...
  • συμβούλιο στα ολλανδικά - raad, concilie, de Raad, gemeente, van de Raad
Τυχαίες λέξεις
Συμβουλεύομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: consulteren, raadplegen, overleggen, te raadplegen, overleg