Συνήθως στα ολλανδικά

Μετάφραση: συνήθως, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gewoonlijk, doorgaans, meestal, vaak, algemeen
Συνήθως στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνήθως

συνήθωσ γαλλικά, συνήθως αντίθετα, συνήθως συνώνυμα, ωσ συνήθωσ, συνήθως συνώνυμο, συνήθως λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συνήθως στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συνήθεια στα ολλανδικά - aanwensel, gebruik, hebbelijkheid, gewoonte, usance, gewoonte om, rookgedrag, ...
  • συνήθης στα ολλανδικά - gewoonte, gebruikelijk, gewoon, gebruikelijke, gewoonlijk, normaal, gewone
  • συναίνεση στα ολλανδικά - toestemming, instemming, toestemming van, goedkeuring, de toestemming
  • συναίσθημα στα ολλανδικά - emotie, bewogenheid, roersel, ontroering, aandoening, gewaarwording, gevoel, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνήθως στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gewoonlijk, doorgaans, meestal, vaak, algemeen