Συνήθως στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συνήθως, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
urss, geralmente, usualmente, normalmente, geral, habitualmente
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνήθως
συνήθωσ γαλλικά, συνήθως αντίθετα, συνήθως συνώνυμα, ωσ συνήθωσ, συνήθως συνώνυμο, συνήθως λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συνήθως στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συνήθεια στα πορτογαλικά - hábito, habito, costume, hábito de, hábitos, o hábito
- συνήθης στα πορτογαλικά - ordinário, comum, usual, habitual, costume, de costume, normal
- συναίνεση στα πορτογαλικά - consentimento, autorização, o consentimento, aprovação, de consentimento
- συναίσθημα στα πορτογαλικά - imergir, abalo, emoção, comoção, sentimento, sensação, sensação de, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνήθως στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: urss, geralmente, usualmente, normalmente, geral, habitualmente
Μεταφράσεις: urss, geralmente, usualmente, normalmente, geral, habitualmente