Σφρίγος στα ολλανδικά
Μετάφραση: σφρίγος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kracht, energie, groeikracht, vitaliteit, daadkracht
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σφρίγος
σφρίγος τι σημαινει, σφρίγος συνώνυμα, σφρίγος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σφρίγος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σφουγγαρίστρα στα ολλανδικά - dweilen, zwabber, mop, dweil
- σφράγισμα στα ολλανδικά - vulling, vullen, het vullen, vullend, vul-
- σφραγίδα στα ολλανδικά - zwaard, degen, brandmerk, postzegel, stamp, stempel, zegel
- σφυρίζω στα ολλανδικά - gefluit, gieren, sissen, fluiten, suizen, whiz, whizzkid, ...
Τυχαίες λέξεις
Σφρίγος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kracht, energie, groeikracht, vitaliteit, daadkracht
Μεταφράσεις: kracht, energie, groeikracht, vitaliteit, daadkracht