Ταράσσομαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: ταράσσομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
huiveren, huivering, wince, ineenkrimpen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταράσσομαι
ταράσσομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ταράσσομαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ταπετσαρία στα ολλανδικά - behang, Wallpaper, achtergrond, wallpapers, behang van
- ταράζω στα ολλανδικά - karnen, agiteren, roeren, schudden, bewegen, ageren
- ταράτσα στα ολλανδικά - terras, kap, overkapping, dak, een terras, terras met, het terras, ...
- ταραγμένος στα ολλανδικά - bedremmeld, beteuterd, verwarring, beduusd, verward, war, de war, ...
Τυχαίες λέξεις
Ταράσσομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: huiveren, huivering, wince, ineenkrimpen
Μεταφράσεις: huiveren, huivering, wince, ineenkrimpen