Τεχνίτης στα ολλανδικά
Μετάφραση: τεχνίτης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ambachtsman, vakman, handwerksman, ambachtelijke, craftsman
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τεχνίτης
τεχνίτης φυτικής παραγωγής, τεχνίτης και κατεργάρης, τεχνίτης μηχανικός εγκαταστάσεων, τεχνίτης μηχανικός αυτοκινήτων μοτοσυκλετών και μηχανών θαλάσσης, τεχνίτης ξυλουργικής & επιπλοποιίας, τεχνίτης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τεχνίτης στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τεφροειδής στα ολλανδικά - asgrauw, tefroeidis
- τεφρώδης στα ολλανδικά - askleurig, asachtig, asachtige, askleurige, ashy
- τεχνητός στα ολλανδικά - gemaakt, nagemaakt, kunstmatig, gewrongen, gekunsteld, kunstmatige, artificiële, ...
- τεχνικά στα ολλανδικά - technisch, technische, de technische, van technische, techniek
Τυχαίες λέξεις
Τεχνίτης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ambachtsman, vakman, handwerksman, ambachtelijke, craftsman
Μεταφράσεις: ambachtsman, vakman, handwerksman, ambachtelijke, craftsman