Τιμολόγιο στα ολλανδικά
Μετάφραση: τιμολόγιο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tarief, factuur, rekening, factuurdatum, de factuur, facturen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τιμολόγιο
τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, τιμολόγιο ευδαπ, τιμολόγιο δεη 2014, τιμολόγιο λήψης υπηρεσιών, τιμολόγιο δεη, τιμολόγιο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τιμολόγιο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τιμαλφής στα ολλανδικά - kostbaar, zeldzaam, waardevol, bruikbaar, nuttig, bevorderlijk, dienstig, ...
- τιμητικός στα ολλανδικά - weledel, weledelgeboren, titulair, titularis, titulaire, titular, retrocederen
- τιμωρία στα ολλανδικά - bestraffing, straf, straffen, de straf, doodstraf
- τιμωρώ στα ολλανδικά - straffen, bestraffen, kastijden, tuchtigen, gispen, hekelen, castigate
Τυχαίες λέξεις
Τιμολόγιο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: tarief, factuur, rekening, factuurdatum, de factuur, facturen
Μεταφράσεις: tarief, factuur, rekening, factuurdatum, de factuur, facturen