Τούβλο στα ολλανδικά
Μετάφραση: τούβλο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
baksteen, bakstenen, bak stenen, steen, stenen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τούβλο
τούβλο κατεδάφισης, τούβλο ή γυψοσανίδα, τούβλο ytong, τούβλο τιμή, τούβλο λ, τούβλο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τούβλο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τουρτουρίζω στα ολλανδικά - trillen, huiveren, bibberen, beven, rillen, rillingen, rillende, ...
- τουφέκι στα ολλανδικά - musket, roer, geweer, rifle, wapen, buks
- τούνδρα στα ολλανδικά - toendra, tundra, de toendra, tundraand
- τούνελ στα ολλανδικά - tunnel, hol, de tunnel, tunnels
Τυχαίες λέξεις
Τούβλο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: baksteen, bakstenen, bak stenen, steen, stenen
Μεταφράσεις: baksteen, bakstenen, bak stenen, steen, stenen