Τρέξιμο στα ολλανδικά
Μετάφραση: τρέξιμο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
loop, lopend, lopen, lopende, running, stromend
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρέξιμο
τρέξιμο για κάψιμο λίπους, τρέξιμο για αρχάριους, τρέξιμο ονειροκρίτης, τρέξιμο στην αθήνα, τρέξιμο στο διάδρομο, τρέξιμο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τρέξιμο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τρέμω στα ολλανδικά - flikkeren, trilling, beven, flakkeren, trillingen, rillen, huiveren, ...
- τρένο στα ολλανδικά - coachen, trainen, gevolg, spoortrein, kampeerwagen, tros, opleiden, ...
- τρέφω στα ολλανδικά - opvoeding, voeden, opfokken, opleiden, ophalen, kweken, heffen, ...
- τρέχω στα ολλανδικά - keuring, snelheid, test, toevloed, werken, bespoedigen, spoed, ...
Τυχαίες λέξεις
Τρέξιμο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: loop, lopend, lopen, lopende, running, stromend
Μεταφράσεις: loop, lopend, lopen, lopende, running, stromend