Τυφλός στα ολλανδικά

Μετάφραση: τυφλός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verblinden, blinde, blind, blinden, dode, jaloezie
Τυφλός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τυφλός

τυφλός άγγελος 1960, τυφλός άγγελος, τυφλός ψαράς, τυφλός ονειροκρίτης, τυφλός μαθητής λυκείου έγραψε 20 σε όλα τα μαθηματα, τυφλός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τυφλός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τυφλά στα ολλανδικά - blind, blinde, blinden, dode, jaloezie
  • τυφλοπόντικας στα ολλανδικά - mol, havendam, pier, moedervlek, molaire, mole, mol-
  • τυφλώνω στα ολλανδικά - verblinden, blind, blinde, blinden, dode, jaloezie
  • τυφώνας στα ολλανδικά - tyfoon, orkaan, Hurricane, de orkaan, orkanen, orkaanseizoen
Τυχαίες λέξεις
Τυφλός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verblinden, blinde, blind, blinden, dode, jaloezie