Τυφλός στα τούρκικα

Μετάφραση: τυφλός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kor, kör, kör bir, blind
Τυφλός στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τυφλός

τυφλός άγγελος 1960, τυφλός άγγελος, τυφλός ψαράς, τυφλός ονειροκρίτης, τυφλός μαθητής λυκείου έγραψε 20 σε όλα τα μαθηματα, τυφλός λεξικό γλώσσας τούρκικα, τυφλός στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • τυφλά στα τούρκικα - kör, kör bir, blind
  • τυφλοπόντικας στα τούρκικα - dalgakıran, köstebek, mol, mole, mol bazında, molü
  • τυφλώνω στα τούρκικα - kör, kör bir, blind
  • τυφώνας στα τούρκικα - kasırga, hurricane, Kasırgası, fırtına, kasırganın
Τυχαίες λέξεις
Τυφλός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kor, kör, kör bir, blind