Τυφλός στα ουκρανικά
Μετάφραση: τυφλός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ширма, сліпа, бленда, сліпий, невиразний, глухої, сліпої, сліпою, сліпій
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τυφλός
τυφλός άγγελος 1960, τυφλός άγγελος, τυφλός ψαράς, τυφλός ονειροκρίτης, τυφλός μαθητής λυκείου έγραψε 20 σε όλα τα μαθηματα, τυφλός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τυφλός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τυφλά στα ουκρανικά - сліпо, нерозважливо, сліпма, безрозсудно, сліпий, сліпої, сліпою, ...
- τυφλοπόντικας στα ουκρανικά - шаблони, моль, міль
- τυφλώνω στα ουκρανικά - осліплення, осліпити, засліплення, осліплювати, сліпий, сліпої, сліпою, ...
- τυφώνας στα ουκρανικά - буревій, штормовою, штормовий, ураган, штормовій, тайфун
Τυχαίες λέξεις
Τυφλός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ширма, сліпа, бленда, сліпий, невиразний, глухої, сліпої, сліпою, сліпій
Μεταφράσεις: ширма, сліпа, бленда, сліпий, невиразний, глухої, сліпої, сліпою, сліпій