Υπουργείο στα ολλανδικά

Μετάφραση: υπουργείο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ministerie, bediening, dienst, ministerie van, ambt
Υπουργείο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπουργείο

υπουργείο πολιτισμού, υπουργείο εσωτερικών, υπουργείο εργασίας, υπουργείο υγείας, υπουργείο δικαιοσύνης, υπουργείο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υπουργείο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • υποτροπιάζω στα ολλανδικά - regressie, achteruit, terugvallen, achteruitgaan, regress
  • υποτροφία στα ολλανδικά - concessie, vergunning, studiebeurs, beurs, geleerdheid, wetenschap, scholarship
  • υπουργικός στα ολλανδικά - ministerieel, ministeriële, ministers, ministerconferentie, de ministeriële
  • υπουργός στα ολλανδικά - dominee, bewindsman, minister, predikant, minister van, dienaar, dienen
Τυχαίες λέξεις
Υπουργείο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ministerie, bediening, dienst, ministerie van, ambt