Φιλοσοφικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: φιλοσοφικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
filosofisch, wijsgerig, filosofische, wijsgerige, levensbeschouwelijke
Φιλοσοφικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φιλοσοφικός

φιλοσοφικός λόγος βιβλίο μαθητή, φιλοσοφικός λόγος βιβλίο του καθηγητή, φιλοσοφικός ρεαλισμός, φιλοσοφικός λόγος, φιλοσοφικός λόγος γ λυκείου κεε, φιλοσοφικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φιλοσοφικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • φιλοπόλεμος στα ολλανδικά - chauvinist, Jingo, chauvinistische, van Jingo
  • φιλοσοφία στα ολλανδικά - leer, filosofie, wijsbegeerte, de filosofie, filosofie van
  • φιλοτεχνία στα ολλανδικά - handigheid, acquisitie, vlugheid, vaardigheid, bedrevenheid, slag, vlijt, ...
  • φιλοφρονητικός στα ολλανδικά - gratis, een gratis
Τυχαίες λέξεις
Φιλοσοφικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: filosofisch, wijsgerig, filosofische, wijsgerige, levensbeschouwelijke