Φορητός στα ολλανδικά

Μετάφραση: φορητός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
draagbaar, portable, draagbare, Bijkomend, mobiele
Φορητός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φορητός

φορητός βιντεοπροβολέας, φορητός υπολογιστής, φορητός projector, φορητός σκληρός δίσκος, φορητός αποστειρωτής πιπίλας, φορητός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φορητός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • φοράδα στα ολλανδικά - merrie, Mare
  • φορέας στα ολλανδικά - drager, vervoerder, postbode, brievenbesteller, carrier, luchtvaartmaatschappij, maatschappij
  • φορολογούμενος στα ολλανδικά - belastingbetaler, belastingplichtige, belastingbetalers, de belastingbetaler, belastingplichtigen
  • φορολογώ στα ολλανδικά - belasting, recht, belasten, aanslaan, tol, toll, tolheffing, ...
Τυχαίες λέξεις
Φορητός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: draagbaar, portable, draagbare, Bijkomend, mobiele