Φουντάρω στα ολλανδικά

Μετάφραση: φουντάρω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fountaro
Φουντάρω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φουντάρω

φουντάρω ετυμολογία, φουντάρω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φουντάρω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • φορώ στα ολλανδικά - voorhebben, kledingstuk, aanhebben, ophebben, voeren, kleding, dragen, ...
  • φουγάρο στα ολλανδικά - trechter, schoorsteen, smokestack, schoor steen, rookkanaal, schoorsteen van
  • φουντουκιά στα ολλανδικά - hazelnoot, Hazel, hazelaar, Goudbruin, hazelaars
  • φουντώνω στα ολλανδικά - verbreiden, besmeren, razernij, sauzen, verspreiden, woede, afgeven, ...
Τυχαίες λέξεις
Φουντάρω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: fountaro