Φόβος στα ολλανδικά

Μετάφραση: φόβος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hechtenis, beduchtheid, angst, vrezen, arrest, benauwdheid, beklemming, arrestatie, duchten, aanhouding, vrees, schromen, angst voor, bang, de angst
Φόβος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φόβος

φόβος απόρριψης, φόβος και πόθος πολεμά κ' εγώ'μαι το σημάδι, φόβος και παράνοια στο λας βέγκας, φόβος συνώνυμα, φόβος ενστίκτου, φόβος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φόβος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • φωτογραφικός στα ολλανδικά - fotografisch, fotografische, foto, fotografie, foto-
  • φωτοστέφανο στα ολλανδικά - halo, aureool, Halogeen, stralenkrans
  • φόδρα στα ολλανδικά - voering, bekleding, lining, binnenvoering, voering van
  • φόνος στα ολλανδικά - doodslag, moord, moorden, vermoorden, moord op, de moord
Τυχαίες λέξεις
Φόβος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hechtenis, beduchtheid, angst, vrezen, arrest, benauwdheid, beklemming, arrestatie, duchten, aanhouding, vrees, schromen, angst voor, bang, de angst