Aanhouding στα ελληνικά
Μετάφραση: aanhouding, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συλλαμβάνω, κολάρο, αρπάζω, κηδεμονία, τσιμπώ, κράτηση, αμπάρι, λουρί, κρατώ, ταραχή, γιακάς, σύλληψη, πιάνω, κλέβω, βουτώ, φύλαξη, συλλάβει, συλλάβουν, σύλληψης, τη σύλληψη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aanhouden στα ελληνικά - προχωρώ, καθυστέρηση, υπομένω, αναβάλλω, κρατώ, εξακολουθώ, κατακρατώ, ...
- aanhoudend στα ελληνικά - μόνιμος, διαρκείας, αδιάπτωτος, συνεχής, επίμονα, σταθερά, διαρκώς, ...
- aanklacht στα ελληνικά - κατηγορία, παράπονο, φροντίδα, πάθηση, κατηγορητήριο, κατηγορητηρίου, απαγγελία κατηγορίας, ...
- aanklagen στα ελληνικά - κατηγορώ, να μηνύσει, να ασκήσει αγωγή, να εναγάγει, να κάνει μήνυση, να ασκήσει αγωγή κατά
Τυχαίες λέξεις
Aanhouding στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συλλαμβάνω, κολάρο, αρπάζω, κηδεμονία, τσιμπώ, κράτηση, αμπάρι, λουρί, κρατώ, ταραχή, γιακάς, σύλληψη, πιάνω, κλέβω, βουτώ, φύλαξη, συλλάβει, συλλάβουν, σύλληψης, τη σύλληψη
Μεταφράσεις: συλλαμβάνω, κολάρο, αρπάζω, κηδεμονία, τσιμπώ, κράτηση, αμπάρι, λουρί, κρατώ, ταραχή, γιακάς, σύλληψη, πιάνω, κλέβω, βουτώ, φύλαξη, συλλάβει, συλλάβουν, σύλληψης, τη σύλληψη