Χαρακτηριστικό στα ολλανδικά

Μετάφραση: χαρακτηριστικό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
karaktertrek, trek, gelaatstrek, kenmerken, functie, feature, kenmerk, eigenschap
Χαρακτηριστικό στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χαρακτηριστικό

χαρακτηριστικό φάσμα ακτίνων χ, χαρακτηριστικό πολυώνυμο, χαρακτηριστικό συνώνυμα, χαρακτηριστικό nfc, χαρακτηριστικό αλεξιθυμία, χαρακτηριστικό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χαρακτηριστικό στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • χαρίζω στα ολλανδικά - ontzien, overbodig, sparen, schenken, doneren, te doneren, schenk, ...
  • χαρακτήρας στα ολλανδικά - karakter, speler, geaardheid, figuur, merkteken, letter, persoon, ...
  • χαρακτηριστικός στα ολλανδικά - eigenaardig, typisch, karakteristiek, kenmerk, kenmerkend, karakteristieke, kenmerkende
  • χαριτωμένος στα ολλανδικά - aardig, beminnelijk, vriendelijk, keurig, mooi, leuk, lief, ...
Τυχαίες λέξεις
Χαρακτηριστικό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: karaktertrek, trek, gelaatstrek, kenmerken, functie, feature, kenmerk, eigenschap