Gelaatstrek στα ελληνικά

Μετάφραση: gelaatstrek, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφιέρωμα, χαρακτηριστικό, σουσούμι, γνώρισμα
Gelaatstrek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gekunsteld στα ελληνικά - επιτηδευμένος, τεχνητός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητών
  • gelaat στα ελληνικά - αντιμετωπίζω, αντικρίζω, πρόσωπο, κύρος, προσώπου, πρόσωπό, όψη, ...
  • gelaatstrekken στα ελληνικά - φυσιογνωμία, φυσιογνωμίας, τη φυσιογνωμία, την φυσιογνωμία, της φυσιογνωμία
  • gelach στα ελληνικά - γέλια, γέλιο, το γέλιο, γέλιου, τα γέλια
Τυχαίες λέξεις
Gelaatstrek στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφιέρωμα, χαρακτηριστικό, σουσούμι, γνώρισμα