Χορταστικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: χορταστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vulling, vullen, het vullen, vullend, vul-
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χορταστικός
χορταστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χορταστικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- χοροστατώ στα ολλανδικά - chorostato
- χορταίνω στα ολλανδικά - verzadigen, Sate, saté, verzadigt, afbakening
- χορτοφάγο στα ολλανδικά - vegetarisch, vegetariër, vegetarische, vegetariër vers, vegetarian
- χορτοφάγος στα ολλανδικά - vegetarisch, vegetariër, vegetarische, vegetariër vers, vegetarian
Τυχαίες λέξεις
Χορταστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vulling, vullen, het vullen, vullend, vul-
Μεταφράσεις: vulling, vullen, het vullen, vullend, vul-