Χωνεύω στα ολλανδικά
Μετάφραση: χωνεύω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
samenvatting, overzicht, verduwen, digereren, verteren, Digest, digestie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χωνεύω
χωνεύω αγγλικα, χωνεύω συνωνυμα, χωνεύω ετυμολογια, χωνεύω αρχαια, χωνεύω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χωνεύω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- χωμένος στα ολλανδικά - stoten, duwen, geramd, ramde, scherper formuleren, wat scherper formuleren, aangestampte
- χωνί στα ολλανδικά - trechter, funnel, de trechter
- χωράφι στα ολλανδικά - sfeer, land, veld, vlakte, vliegveld, akker, vlieghaven, ...
- χωρίζω στα ολλανδικά - afscheiden, stuk, divisie, scheiden, delen, deel, rol, ...
Τυχαίες λέξεις
Χωνεύω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: samenvatting, overzicht, verduwen, digereren, verteren, Digest, digestie
Μεταφράσεις: samenvatting, overzicht, verduwen, digereren, verteren, Digest, digestie