Χωνεύω στα ουγγρικά

Μετάφραση: χωνεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kivonat, Digest, emésztett, emésztéssel, kivonatoló
Χωνεύω στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χωνεύω

χωνεύω αγγλικα, χωνεύω συνωνυμα, χωνεύω ετυμολογια, χωνεύω αρχαια, χωνεύω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, χωνεύω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • χωμένος στα ουγγρικά - tolás, döfés, döngölt, döfte, a döngölt, rammed, döngölt a
  • χωνί στα ουγγρικά - tölcsér, tölcsért, tölcséren, tölcsérrel, tölcsérbe
  • χωράφι στα ουγγρικά - háttér, mező, területen, terén, a területen, mezőben
  • χωρίζω στα ουγγρικά - önálló, vízválasztó, elválaszt, elválik, Sunder, a Sunder
Τυχαίες λέξεις
Χωνεύω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kivonat, Digest, emésztett, emésztéssel, kivonatoló