Val στα ελληνικά
Μετάφραση: val, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορυχείο, εκπίπτω, λάκκος, χύνω, παγίδα, πτώση, πέφτω, παγιδεύω, εμπίπτουν, εμπίπτει, πέσει, πέφτουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abnormaal στα ελληνικά - ανώμαλος, ασυνήθης, ανώμαλη, μη φυσιολογική, μη φυσιολογικές
- frauderen στα ελληνικά - εξαπάτηση, εξαπατήσουν, εξαπάτησης, την εξαπάτηση, σκοπό την εξαπάτηση
- intrinsiek στα ελληνικά - απαραίτητος, ουσιώδης, εγγενώς, άρρηκτα, ενδογενώς, τη φύση, εκ φύσεως
- melig στα ελληνικά - πληκτικός, μουντός, απαθής, βραδύς, μουχρός, βαρετός, ανιαρός, ...
Τυχαίες λέξεις
Val στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορυχείο, εκπίπτω, λάκκος, χύνω, παγίδα, πτώση, πέφτω, παγιδεύω, εμπίπτουν, εμπίπτει, πέσει, πέφτουν
Μεταφράσεις: ορυχείο, εκπίπτω, λάκκος, χύνω, παγίδα, πτώση, πέφτω, παγιδεύω, εμπίπτουν, εμπίπτει, πέσει, πέφτουν