Άπληστος στα ουγγρικά

Μετάφραση: άπληστος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
telhetetlen, pénzsóvár, kapzsi, mohó, a kapzsi, falánk
Άπληστος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άπληστος

άπληστος στα αγγλικά, άπληστος αλγόριθμος, άπληστος ετυμολογία, άπληστος ορισμός, άπληστος αγγλικά, άπληστος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, άπληστος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • άπειρο στα ουγγρικά - végtelenség, végtelenig, feszített víztükrű, végtelenbe, végtelenben
  • άπειρος στα ουγγρικά - tapasztalatlan, gyakorlatlan, a tapasztalatlan, tapasztalatlanok
  • άπορος στα ουγγρικά - rászoruló, koldus, szegény, pauper, nincstelen, koldussal
  • άποψη στα ουγγρικά - távlati, megvilágítás, szempont, kilátás, távlat, perspektíva, nézet, ...
Τυχαίες λέξεις
Άπληστος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: telhetetlen, pénzsóvár, kapzsi, mohó, a kapzsi, falánk