Αγιότητα στα ουγγρικά

Μετάφραση: αγιότητα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szentség, szentségben, életszentség, a szentség, szentségét
Αγιότητα στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγιότητα

η αγιότητα, αγιότητα ένα λησμονημένο όραμα, αγιότητα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αγιότητα στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • αγιοποιώ στα ουγγρικά - megszentel, megszentelje, szenteljétek, szenteld meg, szenteljétek meg
  • αγιοπρεπής στα ουγγρικά - szent, agioprepis
  • αγκάθι στα ουγγρικά - hátgerinc, gerinc, tövis, tüske, Thorn, tüskés, csattanós
  • αγκάλιασμα στα ουγγρικά - ölelés, átkarolás, hug, ölelést, öleléssel
Τυχαίες λέξεις
Αγιότητα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: szentség, szentségben, életszentség, a szentség, szentségét