Αγιότητα στα ιταλικά
Μετάφραση: αγιότητα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
santità, la santità, di santità, santificazione
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγιότητα
η αγιότητα, αγιότητα ένα λησμονημένο όραμα, αγιότητα λεξικό γλώσσας ιταλικά, αγιότητα στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αγιοποιώ στα ιταλικά - santificare, santificare il, santifichi, santificarla, santificarci
- αγιοπρεπής στα ιταλικά - agioprepis
- αγκάθι στα ιταλικά - aculeo, spina, spino, Thorn, spina delle piante, spine, di spine
- αγκάλιασμα στα ιταλικά - stretta, abbracciare, abbraccio, amplesso, Hug, abbracciano
Τυχαίες λέξεις
Αγιότητα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: santità, la santità, di santità, santificazione
Μεταφράσεις: santità, la santità, di santità, santificazione