Αγιότητα στα ρωσικά
Μετάφραση: αγιότητα, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
святыня, святейшество, святость, Святейшество, святости, святостью, святыню
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγιότητα
η αγιότητα, αγιότητα ένα λησμονημένο όραμα, αγιότητα λεξικό γλώσσας ρωσικά, αγιότητα στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- αγιοποιώ στα ρωσικά - канонизировать, освящать, освятить, освяти, освящающий, освятит
- αγιοπρεπής στα ρωσικά - безгрешный, святой, agioprepis
- αγκάθι στα ρωσικά - корешок, сущность, торн, позвонок, хребет, позвоночник, игла, ...
- αγκάλιασμα στα ρωσικά - обнимать, охватить, охватывать, обниматься, объятие, воспользоваться, обнять, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγιότητα στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: святыня, святейшество, святость, Святейшество, святости, святостью, святыню
Μεταφράσεις: святыня, святейшество, святость, Святейшество, святости, святостью, святыню