Διαπρεπής στα ουγγρικά

Μετάφραση: διαπρεπής, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kiemelkedő, kimagasló, legkiemelkedőbb, kiemelkedõ
Διαπρεπής στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπρεπής

διαπρεπής συνώνυμα, διαπρεπής λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διαπρεπής στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • διαπραγματευτής στα ουγγρικά - közvetítő, főtárgyaló, tárgyalópartneri, főtárgyalót, tárgyalónak
  • διαπραγματεύομαι στα ουγγρικά - alkudozik, Parley, tárgyalni
  • διαρκής στα ουγγρικά - folytatódó, szívós, folyamatos, állandó, konstans, folyamatosan, változatlan
  • διαρκείας στα ουγγρικά - évad, idény, szezon, szezonban, a szezonban
Τυχαίες λέξεις
Διαπρεπής στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kiemelkedő, kimagasló, legkiemelkedőbb, kiemelkedõ