Ενθαρρύνω στα ουγγρικά
Μετάφραση: ενθαρρύνω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ösztönzése, ösztönözze, ösztönözzék, ösztönzik, ösztönözni
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενθαρρύνω
ενθαρρύνω αντιθετο, ενθαρρύνω αντωνυμο, ενθαρρύνω παρατατικοσ, ενθαρρύνω χρονοι, ενθαρρύνω στα αγγλικα, ενθαρρύνω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ενθαρρύνω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ενημέρωση στα ουγγρικά - kitanítás, kiokosítás, frissítése, aktualizálása, frissítését, frissítésére, naprakésszé tétele
- ενθάρρυνση στα ουγγρικά - bátorítás, ösztönzése, bátorítást, ösztönzését, ösztönzést
- ενθουσιασμένος στα ουγγρικά - izgatott, gerjesztett, izgatottak, izgatottan
- ενθουσιασμός στα ουγγρικά - lelkesedés, lelkesedéssel, lelkesedést, lelkesedése, lelkesedését
Τυχαίες λέξεις
Ενθαρρύνω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: ösztönzése, ösztönözze, ösztönözzék, ösztönzik, ösztönözni
Μεταφράσεις: ösztönzése, ösztönözze, ösztönözzék, ösztönzik, ösztönözni