Ενθαρρύνω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ενθαρρύνω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
охрабрат, охрабри, поттикне, поттикнување на, поттикнуваат
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενθαρρύνω
ενθαρρύνω αντιθετο, ενθαρρύνω αντωνυμο, ενθαρρύνω παρατατικοσ, ενθαρρύνω χρονοι, ενθαρρύνω στα αγγλικα, ενθαρρύνω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ενθαρρύνω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ενημέρωση στα σλαβομακεδονικά - ажурирање, ажурирање на, надградба, ажурирањето, осовременување
- ενθάρρυνση στα σλαβομακεδονικά - охрабрување, поттикнување, поттик, поттикнувањето, охрабрувањето
- ενθουσιασμένος στα σλαβομακεδονικά - возбуден, возбудуваат, возбудена, возбудувам, возбудени
- ενθουσιασμός στα σλαβομακεδονικά - ентузијазам, ентузијазмот
Τυχαίες λέξεις
Ενθαρρύνω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: охрабрат, охрабри, поттикне, поттикнување на, поттикнуваат
Μεταφράσεις: охрабрат, охрабри, поттикне, поттикнување на, поттикнуваат