Ακανθώδης στα ουκρανικά

Μετάφραση: ακανθώδης, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
голка, коліть, колючий, колюче, колючу
Ακανθώδης στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακανθώδης

ακανθώδησ καρκίνοσ, ακανθώδης απόφυση σπονδύλου, ακανθώδης απόφυση, ακανθώδης πτέρνα, ακανθώδης φτέρνα, ακανθώδης λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ακανθώδης στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ακαθόριστος στα ουκρανικά - невизначений, неясний, невловимий, відсутній, невирішене, невирішений, вирішене, ...
  • ακαμψία στα ουκρανικά - відмінювати, згинати, гнути, схиляти, жорсткість, твердість, жорсткості
  • ακανόνιστος στα ουκρανικά - безсистемний, нерегулярний
  • ακατάδεχτος στα ουκρανικά - віддалік, гордовитий, пихатий, зарозумілий, бундючний, гордовита
Τυχαίες λέξεις
Ακανθώδης στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: голка, коліть, колючий, колюче, колючу