Ακύρωση στα ουκρανικά
Μετάφραση: ακύρωση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розірвання, скасування, анулювання, ануляція, викреслювання
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακύρωση
ακύρωση πρακτικού συλλόγου διδασκόντων, ακύρωση απόφασης γενικής συνέλευσης σωματείου, ακύρωση πιστοποιητικού ενφια, ακύρωση αεροπορικών εισιτηρίων, ακύρωση συμβολαίου, ακύρωση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ακύρωση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ακόντιο στα ουκρανικά - яванський, дротик, ратище, спис, стріла
- ακόρεστος στα ουκρανικά - чаклунство, ненаситний, ненажерливий, ненаситна, невситимий
- αλάβαστρο στα ουκρανικά - алебастр
- αλάθητος στα ουκρανικά - бездоганний, безпомилковий, надійний, надійне, найнадійніший, надійніший, надійна
Τυχαίες λέξεις
Ακύρωση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розірвання, скасування, анулювання, ануляція, викреслювання
Μεταφράσεις: розірвання, скасування, анулювання, ануляція, викреслювання