Анулювання στα ελληνικά

Μετάφραση: анулювання, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντιστρέφω, μείωση, κατάργηση, κατάλυση, ακυρότητα, ελάττωση, ακύρωση, ακύρωσης, περίπτωση ακύρωσης, την ακύρωση, σε περίπτωση ακύρωσης
Анулювання στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • антропометрія στα ελληνικά - ανθρωπομετρία, ανθρωπομετρίας, την ανθρωπομετρία, η ανθρωπομετρία, ανθρωπομετρήσεις
  • антураж στα ελληνικά - ακολουθία, συνοδεία, Entourage, το Entourage, του Entourage
  • анулювати στα ελληνικά - διόδια, εκκενώνω, ματαιώνω, φόρος, προπονητής, αδειάζω, άμαξα, ...
  • анулюйте στα ελληνικά - ανατρέπω, ανακαλώ, ματαιώνω, ακυρώνω, ακυρώνει, Ακυρώσεις, ακυρώνει την, ...
Τυχαίες λέξεις
Анулювання στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντιστρέφω, μείωση, κατάργηση, κατάλυση, ακυρότητα, ελάττωση, ακύρωση, ακύρωσης, περίπτωση ακύρωσης, την ακύρωση, σε περίπτωση ακύρωσης