Ακύρωση στα ολλανδικά

Μετάφραση: ακύρωση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
herroeping, vernietiging, ontbinding, annulering, intrekking, afschaffing, opzegging, annulatie, annuleringskosten
Ακύρωση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακύρωση

ακύρωση πρακτικού συλλόγου διδασκόντων, ακύρωση απόφασης γενικής συνέλευσης σωματείου, ακύρωση πιστοποιητικού ενφια, ακύρωση αεροπορικών εισιτηρίων, ακύρωση συμβολαίου, ακύρωση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ακύρωση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ακόντιο στα ολλανδικά - speer, Javelin, speerwerpen, spies, werpspies
  • ακόρεστος στα ολλανδικά - onverzadelijk, onverzadigbare, onverzadigbaar, onstilbare, insatiable
  • αλάβαστρο στα ολλανδικά - albast, albasten, Alabaster, van albast
  • αλάθητος στα ολλανδικά - foolproof, onfeilbaar, waterdicht, bedrijfszeker, bedrijfszekere
Τυχαίες λέξεις
Ακύρωση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: herroeping, vernietiging, ontbinding, annulering, intrekking, afschaffing, opzegging, annulatie, annuleringskosten