Ανανεώνω στα ουκρανικά
Μετάφραση: ανανεώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
освіжати, освіження, свіжіти, оновлення, поновлення, відновлення
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανανεώνω
ανανεώνω συνώνυμα, ανανεώνω μεταφραση, ανανεώνω & δημιουργώ, ανανεώνω συνώνυμο, ανανεώνω και δημιουργώ, ανανεώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανανεώνω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αναμόρφωση στα ουκρανικά - перетворення, покращення, перетворювати, поліпшити, реформування
- ανανέωση στα ουκρανικά - відновлюваний, оновлення, поновлення, відновлення
- ανανεώσιμος στα ουκρανικά - оновити, відновляти, обновляти, оживити, відновити, поновлюваний, Відновлюваний, ...
- αναπαλαίωση στα ουκρανικά - невгомонний, невгамовний, тривожний, неспокійний, відновлення, відбудову, поновлення
Τυχαίες λέξεις
Ανανεώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: освіжати, освіження, свіжіти, оновлення, поновлення, відновлення
Μεταφράσεις: освіжати, освіження, свіжіти, оновлення, поновлення, відновлення