Ανανεώνω στα τούρκικα

Μετάφραση: ανανεώνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yenileme, Yenile, yenilemek, refresh, tazeleme
Ανανεώνω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανανεώνω

ανανεώνω συνώνυμα, ανανεώνω μεταφραση, ανανεώνω & δημιουργώ, ανανεώνω συνώνυμο, ανανεώνω και δημιουργώ, ανανεώνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, ανανεώνω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • αναμόρφωση στα τούρκικα - reformasyon, reformasyonu, düzeltme, yeniden düzenleme
  • ανανέωση στα τούρκικα - yenileme, yenilenme, yenilenmesi, bir yenilenme, Renewal
  • ανανεώσιμος στα τούρκικα - yenilenebilir, yenilenebilir enerji, yenilenebilir bir
  • αναπαλαίωση στα τούρκικα - restorasyon, restorasyonu, geri yükleme, onarım, yenileme
Τυχαίες λέξεις
Ανανεώνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yenileme, Yenile, yenilemek, refresh, tazeleme