Αποθησαυρίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: αποθησαυρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зберіть, накопичити, Ассам, асам
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποθησαυρίζω
αποθησαυρίζω συνώνυμο, αποθησαυρίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αποθησαυρίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αποθαρρύνω στα ουκρανικά - перешкоджати, відговорювати, відмовити, приводити, призводити, наводити, спричинить, ...
- αποθηκεύω στα ουκρανικά - запас, склад, берегти, зберегти, крамниця, бункер, бункера
- αποθνήσκω στα ουκρανικά - упиратися, померти, вмирати, штемпель, гинути, вмерти, умерти
- αποικία στα ουκρανικά - колонія, оселення, поселення, родина, сім'я
Τυχαίες λέξεις
Αποθησαυρίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зберіть, накопичити, Ассам, асам
Μεταφράσεις: зберіть, накопичити, Ассам, асам