Ґрунтовка στα ελληνικά

Μετάφραση: ґрунтовка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρωτόγονος, αρχέγονος, αλφαβητάρι, εκκινητή, εκκινητής, αστάρι, εκκινητών
Ґрунтовка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безбородий στα ελληνικά - αγένειος, αγένειου, χωρίς γένια, αγένειο, αγένειοι
  • зворот στα ελληνικά - στροφή, σειρά, τη σειρά, σειρά του, τη σειρά του
  • зменшування στα ελληνικά - μείωση, ελάττωση, diminishment
  • лавр στα ελληνικά - κόλπος, δάφνη, Laurel, δάφνης, δάφνινο, Λόρελ
Τυχαίες λέξεις
Ґрунтовка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρωτόγονος, αρχέγονος, αλφαβητάρι, εκκινητή, εκκινητής, αστάρι, εκκινητών